- γυίου
- γυί̱ου , γυῖονlimbneut gen sgγυιόωlamepres imperat act 2nd sgγυιόωlameimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοτεινιά — και σκοτείνια, η, Ν [σκοτεινός] 1. σκοτάδι, σκότος (α. «στής νυκτός τη σκοτεινιά», Σολωμ. β. «στη σκοτεινιά που ολόγυρά μου απλώνει», Γρυπ.) 2. μτφ. α) απουσία ζωής, ανυπαρξία («πιο καθάρια βλέπετε στη σκοτεινιά τού τάφου», Παλαμ.) β) έλλειψη… … Dictionary of Greek